- κτένιον
- κτένιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτενίοις — κτένιον neut dat pl κτείνω kill fut opt act 2nd sg (doric) κτενίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενίου — κτένιον neut gen sg κτενίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενίων — κτένιον neut gen pl κτείνω kill fut part act masc nom sg (doric) κτενίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενίῳ — κτένιον neut dat sg κτενίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτένια — κτένιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτένι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 109 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιανής. * * * το (AM κτένιον, Μ και κτένι και κτένιν) βλ. χτένι … Dictionary of Greek
κτένιο — το (AM κτένιον) βλ. χτένι νεοελλ. ζωολ. ανατομικός σχηματισμός τών κτενοφόρων, που είναι μεγάλου μήκους συγχωνευμένη βλεφαρίδα … Dictionary of Greek
κτενιοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα χτενιού, όμοιος με χτένι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένιον + συνδετικό φωνήεν ο και ειδής (< εἶδος), πρβλ. κτηνο ειδής, λεπιο ειδής] … Dictionary of Greek
κτενιοποιός — κτενιοποιός, ὁ (Α) κατασκευαστής χτενιών, χτενάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένιον + ποιος (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… … Dictionary of Greek